- ανεπιτρόπευτος
- -η, -ο (Α ἀνεπιτρόπευτος, -ον)χωρίς κηδεμόνα ή επόπτη, ακηδεμόνευτοςνεοελλ.(Νομ.)1. (για ανήλικο αχειραφέτητο και υπό νομική απαγόρευση) εκείνος που δεν έχει επίτροπο2. εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να ασκηθεί επιτροπεία.
Dictionary of Greek. 2013.